- προκαταμαλάσσω
- προκατα-μᾰλάσσω,A soften beforehand, interpol. post Dsc.Eup.1.187.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταμαλάσσω — Α καθιστώ κάτι μαλακό εκ τών προτέρων, μαλακώνω από τα πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμαλάσσω «μαλακώνω με τριβή ή αλοιφή»] … Dictionary of Greek